Θυμάμαι πριν λίγα χρόνια, μια φίλη αγαπημένη μου ανακοίνωσε ότι θα κάνει μετακόμιση από το σπίτι της. Από το σπίτι αυτό που φιλοξένησε αμέτρητες κοινές μας ώρες, εξομολογήσεις, γέλια και κλάματα, οινοποσίες και φαγητά διαφόρων ειδών και γεύσεων.
Και θυμάμαι πως στο άκουσμα της ανακοίνωσης αυτής, πάγωσα.
Είχε έρθει η ώρα να κάνω τον δικό μου αποχαιρετισμό. Να κλείσει ένας κύκλος, για να ανοίξει ένας άλλος.

Της πρότεινα να κάνουμε μια συνάντηση αποχαιρετισμού.
Να βρεθούμε μια τελευταία φορά στο σπίτι της, πριν αρχίσει να το αδειάζει, πριν κλείσει την πόρτα πίσω της οριστικά, και πριν καλωσορίσουμε ένα άλλο σπίτι, μια νέα εποχή, ένα νέο ξεκίνημα.
Και τον κάναμε τον αποχαιρετισμό. Είχαμε κρασί, είχαμε φαγητό, και κάτσαμε στον καναπέ.
Αμήχανες, σιωπηλές, δεν ξέραμε από πού να το πιάσουμε.
Τι έπρεπε να κάνουμε άραγε; Να θυμηθούμε; Να νοσταλγήσουμε; Να πούμε απλά τα νέα μας και όπου βγει;
Κοίταξα γύρω μου. Άρχισε το βλέμμα μου να διαπερνά αργά, όλους τους τοίχους του σαλονιού. Τα βιβλία της βιβλιοθήκης. Το φωτιστικό που η λάμπα του τρεμοπαίζει, καιρό τώρα. Το ψυγείο της κουζίνας που δεν έπαυε ποτέ να θορυβεί. Και τη γάτα που τριγυρνούσε ανενόχλητη, μην έχοντας ακόμα πάρει χαμπάρι τίποτα από όλα αυτά.
Λένε πως ότι αγαπάμε μένει πάντα μέσα μας, ακόμα κι αν φύγει από κοντά μας, και το κουβαλάμε για μια ζωή.
Ισχύει. Και νιώθω πραγματικά πως κουβαλάω πάντα μαζί μου, άλλοτε ανάλαφρα κι άλλοτε πιο βαριά, ό,τι έχω ζήσει, μέρη, πράγματα και ανθρώπους, και με έχουν καθορίσει.
Κι εγώ αγάπησα τα βιβλία αυτά και τη λάμπα που τρεμοπαίζει και τον ήχο του ψυγείου που γουργουρίζει ασταμάτητα και τη γάτα μέσα σε αυτούς τους διαδρόμους, πάνω σε αυτά τα δάπεδα, με αυτό το φως που μπαίνει από το αγαπημένο μας ανατολικό μπαλκόνι τα κρύα απογεύματα του χειμώνα.
Ήπιαμε κρασί. Και είπαμε τα νέα μας.

Να αποχαιρετήσουμε με λόγια δεν το καταφέραμε, ίσως γιατί δεν μας το έμαθαν ποτέ, ίσως γιατί, πολύ απλά δε μας βγήκε, και ήταν οκ.
Όταν η ώρα πέρασε, και το φως από το ανατολικό μπαλκόνι είχε πια χαθεί για τα καλά, η λάμπα που τρεμόπαιζε πάνω απ’ τα κεφάλια μας άναψε για μία τελευταία φορά, επάνω από τα άδεια μας ποτήρια.
Αγκάλιασα τη φίλη μου, κι εκεί που έριχνα μια ματιά στο χώρο γύρω μου, να τον δω για μία τελευταία φορά, είδα ένα κομμάτι του τοίχου να ξεφτίζει.
Είχε πέσει ο σοβάς, και ένα μικρό βαθούλωμα ξεπρόβαλε στη λεία επιφάνεια.
Πλησίασα και άγγιξα το βαθούλωμα.
Κι όπως το δάχτυλό μου ένιωσε την τραχύτητα του υλικού, ένιωσα την ανάγκη να συνεχίσω να αγγίζω τον τοίχο. Και σε άλλα του σημεία. Έτσι σιγά-σιγά προχώρησα και στον διάδρομο, και το δάχτυλο έγινε παλάμη, και προσπαθούσα με την αφή μου να νιώσω το υλικό, να περάσω από όλους τους τοίχους του σπιτιού, να τους αγγίξω, για μια πρώτη και τελευταία φορά.
Το ίδιο έκανε και η φίλη μου, μαζί με μένα.
Τα χέρια μας πέρασαν από πολλά σημεία, μετά από τους τοίχους άγγιξαν απαλά και τα έπιπλα, τις κούπες της κουζίνας, τα φυτά στο μπαλκόνι, το απαλό τρίχωμα της γάτας.

Δεν μιλούσαμε. Μόνο αγγίζαμε όλα αυτά, τα άψυχα και τα έμψυχα, που μοιράστηκαν μαζί με μας τα τελευταία χρόνια, τις ζωές μας.
Και στο τέλος κοιταχτήκαμε, και πέσαμε με αναφιλητά η μία στην αγκαλιά της άλλης.
Δεν είπαμε πολλά εκείνο το βράδυ.
Αλλά τα νιώσαμε όλα.
*Το κείμενο είναι αυτοβιογραφικό, και το καταθέτω με αγάπη, και με την επιθυμία μου να εκφράσω πόσο σημαντικό είναι να δίνουμε χώρο στους μικρούς αποχαιρετισμούς της ζωής μας… Πόσο σημαντικό είναι να κάνουμε παύση στα περάσματα της ζωής, και στον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στο πριν και το μετά να στεκόμαστε και να τιμάμε ό,τι υπήρξε. Είναι, μεταξύ άλλων, και μια πρόβα αυτή για τους μεγάλους αποχαιρετισμούς… Μια πρόβα που μας επιτρέπει να βουτήξουμε βαθιά στα συναισθήματα, να συνδεθούμε… Να νιώσουμε. Και να ζούμε, να ζούμε αληθινά.

Μαρία Στραγαλινού
Βοηθός μητρότητας περιγεννητικού πένθους, Εκπαιδεύτρια πένθους
Η ομάδα με τους επαγγελματίες μεγαλώνει ακόμα περισσότερο! Χαιρόμαστε πολύ που θα έχουμε μαζί μας τη Μαρία Στραγαλινού, Βοηθό μητρότητας περιγεννητικού πένθους.
Διαβάστε περισσότερα